εναποχρώμαι

εναποχρώμαι
ἐναποχρῶμαι (-άομαι) (Α)
1. χρησιμοποιώ καταχρηστικά, μεταχειρίζομαι κάτι για ωφέλειά μου, κάνω κατάχρηση
2. ενεργ. σφετερίζομαι, κλέβω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”